Jejuno ( ) - ορισμός. Τι είναι το Jejuno ( )
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Jejuno ( ) - ορισμός


jejuno         
adj (lat jejunu)
1 Que está em jejum.
2 Vazio de idéias ou conhecimentos: Jejuno em Física. sm Anat Parte do intestino delgado entre o duodeno e o íleo.
elem comp (lat jejunu) Exprime a idéia de jejuno: jejunocolostomia, jejunostomia.
Jejuno         
adj.
Que está em jejum.
m.
Parte do intestino delgado, entre o duodeno e o ílio.
Des.
O mesmo que jejum. Cf. Frei Fortun., Inéd., I, 308.
(Lat. jejunus)
jejuno      
adj. (-1836 cf. SC)
1 que está em jejum
2 que não sabe; ignorante
é j. em questão de direito n s.m.
3 porção do intestino delgado compreendida entre o duodeno e o íleo
-etim lat. jejúnus,a,um 'que está em jejum; esfomeado, faminto; magro, seco, pobre' por via erudita; como t. de anat. red. do snt. lat. jejúnum intestínum 'o segundo intestino', assim se chamava porque "está sempre vazio de alimentos nos cadáveres", como lembra Nascentes; ver jeju(n)-